- ἀπαίσια
- ἀπαίσιοςill-omenedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
απαισιόμορφος — η, ο αυτός που έχει απαίσια, αποκρουστική μορφή … Dictionary of Greek
αποφράς — η (AM ἀποφράς) [φράζω] (για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε κανείς ούτε να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια αρχ. 1. ὁ ἀποφράς ασεβής, κακός 2. φρ. «ἀποφράδες πύλαι» πύλες στη Ρώμη από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι … Dictionary of Greek
κάκοψις — κάκοψις, ιδος, η (Α) 1. αυτή που έχει περιορισμένη οπτική ικανότητα, η μύωψ 2. αυτή που δεν έχει ευχάριστη όψη, άσχημη 3. (κατ επέκτ.) δυσοίωνη, απαίσια, γρουσούζικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὄψις] … Dictionary of Greek
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
απαίσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι αίσιος, δεν είναι ευνοϊκός: Τα προμηνύματα φαίνονταν απαίσια, αυτός όμως δεν τους έδινε σημασία. 2. φριχτός, αποκρουστικός: Όλοι αναστατωμένοι μιλούσαν για το απαίσιο έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)